- ετερότονος
- ος , ον имеющий разный тон (о звуке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερότονος — η, ο μουσ. (για ήχους) αυτός που έχει διαφορετικό μουσικό τόνο. επίρρ... ετεροτόνως και ετερότονα με διαφορετικό μουσικό τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + τονος (< τόνος) πρβλ. ά τονος, μονό τονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Παν. Κουπιτώρη] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροτονία — η [ετερότονος] η ιδιότητα τού ετερότονου … Dictionary of Greek